- άκμονας
- [-ων (-ονος)] ο1) наковальня (тж. анат. ); 2) воен, пистон;
γ μεταξύ σφύρας και άκμονος — между молотом в наковальней, между двух огней
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γ μεταξύ σφύρας και άκμονος — между молотом в наковальней, между двух огней
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄκμονας — ἄκμων meteoric stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek